παρενοχλῶσιν

παρενοχλῶσιν
παρενοχλέω
cause
pres subj act 3rd pl (attic epic doric)
παρενοχλέω
cause
pres subj act 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρενοχλώ — παρενοχλῶ, έω ΝΑ ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τόν αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται νεοελλ. στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς αρχ. 1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”